- χειροτέρεψη
- η, Νβλ. χειροτέρευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειροτέρευση — και χειροτέρεψη, η, Ντροπή, μεταβολή προς το χειρότερο, επιδείνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειροτερεύω. Η λ., στον λόγιο τ. χειροτέρευσις, μαρτυρείται από το 1861 στον Δ. Μαυροφρύδη] … Dictionary of Greek
χειροτέρευση — χειροτέρευση, η και χειροτέρεψη, η η πράξη και το αποτέλεσμα του χειροτερεύω, χειροτέρεμα, επιδείνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)